εναντιόφρων

εναντιόφρων
(-όνος), ων, ον придерживающийся противоположного мнения; инакомыслящий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εναντιόφρων" в других словарях:

  • εναντιόφρων — ον (Μ ἐναντιόφρων, ον) αυτός που φρονεί τα αντίθετα, που έχει αντίθετη γνώμη, που εναντιώνεται σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐναντιόφρονες — ἐναντιόφρων Cat.Cod. Astr. masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναντιόφροσι — ἐναντιόφρων Cat.Cod. Astr. dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»